τιταίνω

τιταίνω
ΜΑ
(επικ. τ.)
1. κατευθύνω κάποιον ή κάτι προς κάπου («εἰς δύσιν ὄμμα τίταινε, πότε γλυκὺς ἕσπερος ἔλθοι», Νόνν.)
2. μέσ. τιταίνομαι
α) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες («αὐτὰρ ὅ γ' ἄψ ὤσασθε τιταινόμενος», Ομ. Οδ.)
β) (για χρόνο) περνώ γρήγορα
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) τείνω, τανύω, τεντώνω (α. «Τεῡκρος δ' εἴνατος ἧλθε παλίντονα τόξα τιταίνων», Ομ. Ιλ.
β. «αἷψ' ἐπὶ Τυδεΐδη ἐτιταίνετο καμπύλα τόξα», Ομ. Ιλ.)
2. (σχετικά με μουσικό όργανο) τονίζω («τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον» — τονίζει μέλος σε καλά τεταμένες χορδές, Αριστοτ.)
3. εκτείνω, απλώνω
4. σύρω, έλκω βίαια («νῆα τιταινομένην ἀνέμου ζαχρηέος ὁρμῇ», Οππ.)
5. μέσ. α) τρέχω, σπεύδω («αὐτὸς δὲ σπεύδοντι καὶ ἐρρίγοντι ἐοικὼς Περσεὺς Δαναΐδης ἐτιταίνετο», Ησίοδ.)
β) (για άλογο) καλπάζω («ὥς θ' ἵππος ἀθλοφόρος... ὃς ῥά τε ῥεῑα θέῃσι τιταινόμενος πεδίοιο», Ομ. Ιλ.)
γ) (για πτηνό) πετώ γρήγορα («τὼ δ' ἕως μὲν ῥ' ἐπέτοντο μετὰ πνοιῆς ἀνέμοιο πλησίω ἀλλήλοισι τιταινομένω πτερύγεσσιν», Ομ. Οδ.)
δ) (για ποταμό) ρέω με ορμή («πολλοὶ δὲ τιταινόμενοι κατ' ὄρεσφιν ἀργύρεοι ποταμοί», Οππ.)
ε) (για αισθήματα) δυναμώνω («ἡ ὀδύνη τιταίνεται», Ιπποκρ.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «τιταίνειν... τίσιν λαμβάνειν, τιμωρεῑν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. τ. τού τείνω, που έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα ταν- τού θέματος (βλ. λ. τείνω), με ενεστωτικό διπλασιασμό τι- (πρβλ. τί-θημι) και ενεστ. επίθημα –: τι-τάν- < τιταίνω (με επένθεση τού -j-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τιταίνω — stretch pres subj act 1st sg τιταίνω stretch pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιταίνετον — τιταίνω stretch pres imperat act 2nd dual τιταίνω stretch pres ind act 3rd dual τιταίνω stretch pres ind act 2nd dual τιταίνω stretch imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιταίνεσθε — τιταίνω stretch pres imperat mp 2nd pl τιταίνω stretch pres ind mp 2nd pl τιταίνω stretch imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιταίνῃ — τιταίνω stretch pres subj mp 2nd sg τιταίνω stretch pres ind mp 2nd sg τιταίνω stretch pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιταινομένω — τιταίνω stretch pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual τιταίνω stretch pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιταινομένων — τιταίνω stretch pres part mp fem gen pl τιταίνω stretch pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιταινόμενον — τιταίνω stretch pres part mp masc acc sg τιταίνω stretch pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιταινόντων — τιταίνω stretch pres part act masc/neut gen pl τιταίνω stretch pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιταῖνον — τιταίνω stretch pres part act masc voc sg τιταίνω stretch pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιταίνει — τιταίνω stretch pres ind mp 2nd sg τιταίνω stretch pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”